ανακύκλωση

ανακύκλωση
Στην τεχνολογία, διάφορες μέθοδοι με τις οποίες ένα αντικείμενο επαναφέρεται στην αρχική φάση επεξεργασίας του και αξιοποιείται πάλι ως πρώτη ύλη για την κατασκευή νέων αντικειμένων. Η α. χρησιμοποιείται επίσης για την αξιοποίηση μέρους των απορριμμάτων μεγάλων πόλεων. Τα αντικείμενα που κυρίως ανακυκλώνονται είναι χαρτί, κουτιά αλουμινίου, γυαλί κλπ. Σε πολλές χώρες οι ίδιοι οι κάτοικοι κάνουν την πρώτη επιλογή και τοποθετούν τα προς α. σκουπίδια σε ξεχωριστούς χώρους. Παρότι η α. πραγματοποιείται από αρκετές χώρες, σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι οικονομικά συμφέρουσα. Το 1989, η Ολλανδία ήταν πρώτη στην ανακύκλωση χαρτιού (49% του χαρτιού που κυκλοφορεί), ακολουθούσε η Αυστρία με 48%, η Γερμανία και η Ιαπωνία με 47%, ενώ η Ελλάδα ανακύκλωνε μόλις το 17% (στοιχεία ΟΟΣΑ).
* * *
η (Α ἀνακύκλωσις) [ἀνακυκλῶ (ΙΙ)]
νεοελλ.
η εκ νέου περικύκλωση
αρχ.
1. συνεχής περιστροφή, επαναφορά
2. (για πολιτεύματα) κυκλική διαδοχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • λυσόσωμα — Μεμβρανικό οργανίδιο, το οποίο αποτελεί μια συσκευή πέψης που συναντάται σχεδόν σε όλα τα ζωικά κύτταρα. Το μέγεθος, η μικροσκοπική μορφολογία και οι υπόλοιπες ιδιότητες των λ. ποικίλλουν σημαντικά στους διάφορους τύπους κυττάρων. Τα τυπικά λ.… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • σαπρόφυτο — το, Ν 1. συν. στον πληθ. τα σαπρόφυτα βιολ. οργανισμοί που τρέφονται με την αποικοδόμηση νεκρής ή σηπόμενης οργανικής ύλης, όπως είναι πολλοί μύκητες, μεγάλος αριθμός βακτηριακών ειδών, λ.χ. βακτήρια τού εδάφους, και ορισμένα ανώτερα φυτά, λ.χ.… …   Dictionary of Greek

  • υλικός — ή, ό / ὑλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο (α. «υλικός κόσμος» β. «ὑλικὴ ουσία», Αριστοτ.) 2. εγκόσμιος, γήινος, φθαρτός, σε αντιδιαστολή με τον υπερκόσμιο, τον… …   Dictionary of Greek

  • απορρίμματα — Άχρηστα υλικά που προέρχονται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και αποβάλλονται στο περιβάλλον σε διάφορες μορφές (στερεά, υγρά, αέρια). Αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα σημερινά οικολογικά προβλήματα, γιατί ο σύγχρονος τρόπος ζωής αυξάνει… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • κεραμβυκίδες — (cerambycidae). Μεγάλη οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Περιλαμβάνει περίπου 30.000 είδη, τα οποία ζουν κυρίως σε υποτροπικές και τροπικές περιοχές. Χαρακτηρίζονται από το μεγάλο σώμα τους, το οποίο είναι επίμηκες και κυλινδρικό,… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • επαναστροφή — η 1. επιστροφή, ξαναγύρισμα, γυρισμός, ξαναρχομός. 2. (φιλοσ.), ανακύκλωση, παλιγγενεσία. 3. (ιατρ.), η κατάσταση ιστού ή οργάνου που ξαναγυρίζει σε προηγούμενα στάδια της εξέλιξής του. 4. (χημ.), το φαινόμενο της σύμπτυξης απλών σακχάρων σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”